- θραυστόν
- θραυστόςfrangiblemasc acc sgθραυστόςfrangibleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θλαστός — θλαστός, ή, όν (Α) [θλω] 1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
θραυστός — θραυστός, ή, όν (Α) [θραύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να θραύσει, ο εύθραυστος 2. κατάλληλος για κατακρήμνιση 3. αυτός που θραύει, που συντρίβει 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θραυστόν το θραύσμα … Dictionary of Greek
κατακτός — (I) κατακτός, ή, όν (Α) [κατάννυμι] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να σπάσει («ξύλον κατακτὸν μὲν ὄν, θραυστὸν δ oὔ» ξύλο το οποίο μπορεί να κοπεί, να σπάσει αλλά δεν είναι εύθραυστο δεν σπάει σε πολλά κομμάτια, Αριστοτ.). (II) κατακτός, ή, όν… … Dictionary of Greek